- χαλκοδέτων
- χαλκόδετοςbronze-boundmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόναβος — κόναβος, ὁ (Α) κρότος, θόρυβος, χτύπος, πάταγος («κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικά < κοναβῶ] … Dictionary of Greek